φρικαλέου

φρικαλέου
φρῑκαλέου , φρικαλέος
shivering with cold
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φρικαλεότητα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού φρικαλέου 2. συν. στον πληθ. οι φρικαλεότητες φρικτές, φοβερές πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρικαλέος. Η λ., στον λόγιο τ. φρικαλεότης, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Μπαρμπέ ντ’ Ορεβιγί, Ζιλ Αμεντιέ — (Jules Amidie Barbey d’ Aurevilly, Σεν Σοβέρ λε Βικόντ 1808 – Παρίσι 1889). Γάλλος μυθιστοριογράφος και κριτικός. Καταγόμενος από τη Νορμανδία, κατέπληξε τον δημοσιογραφικό και λογοτεχνικό κύκλο του Παρισιού με του εξεζητημένους τρόπους του δανδή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”